-
1 πολυ-πείρων
πολυ-πείρων, ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, λαός, H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.
-
2 πολυπείρων
πολυ-πείρων, ον, eigtl. viel begrenzt, aus vielen Grenzen, Gegenden; übh. mannigfaltig
См. также в других словарях:
πολυπείρων — ον, Α 1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.) 2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek