-
1 πολυ-πάμ-φαος
πολυ-πάμ-φαος, sehr hell leuchtend, Phaethon, Ep. ad. 244 (IX, 591).
-
2 πολυπάμφαος
См. также в других словарях:
πανεμφαής — ές, Α αυτός που όλα τα φωτίζει, πολύ φωτεινός, λαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐν + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. παμ φαής] … Dictionary of Greek