-
1 πολυ-μάντευτος
πολυ-μάντευτος, ἡμέρα, ein Tag, an dem viel geweissagt wird, Plut. quaest. graec. 9.
-
2 πολυμάντευτος
πολυ-μάντευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμάντευτος
-
3 πολυμάντευτος
πολυ-μάντευτος, ἡμέρα, ein Tag, an dem viel geweissagt wird -
4 πολυμαντευτος
См. также в других словарях:
πολυμάντευτος — ον, Α αυτός για τον οποίο έχουν γίνει πολλές μαντείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαντευτός (< μαντεύω), πρβλ. α μάντευτος] … Dictionary of Greek