-
1 πολυ-κώκῡτος
πολυ-κώκῡτος, viel klagend, klagenreich, Theogn. 244.
-
2 πολυκώκυτος
πολυ-κώκῡτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκώκυτος
-
3 πολυκώκῡτος
πολυ-κώκῡτος, viel klagend, klagenreich
См. также в других словарях:
πολυκώκυτος — ον, Α ο γεμάτος θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωκυτός «θρήνος, κλάμα» (πρβλ. οξυ κώκυτος)] … Dictionary of Greek