-
1 πολυ-κλεής
πολυ-κλεής, ές, viel od. sehr berühmt, Man. 4, 43.
-
2 πολυκλεής
πολῠ-κλεής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκλεής
-
3 πολυκλεής
πολυ-κλεής, ές, viel od. sehr berühmt
См. также в других словарях:
πολυκλεής — ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, εσσα, εν, Α περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλεής (< κλέος, τό «φήμη»), πρβλ. μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek
περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] … Dictionary of Greek