-
1 πολυ-κηδής
πολυ-κηδής, ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
-
2 πολυκηδής
πολῠ-κηδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκηδής
-
3 πολυκηδής
πολυ-κηδής, ές ( κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυκηδής
-
4 πολυκηδής
πολυ-κηδής, ές, sorgenvoll -
5 πολυκηδης
См. также в других словарях:
πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek