-
1 πολυ-κατα-σκεύαστος
πολυ-κατα-σκεύαστος, mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.
-
2 πολυκατασκεύαστος
πολυ-κατα-σκεύαστος, mühsam od. sorgfältig bearbeitet
1 πολυ-κατα-σκεύαστος
πολυ-κατα-σκεύαστος, mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.
2 πολυκατασκεύαστος