-
1 πολυ-κάμμορος
πολυ-κάμμορος, sehr unglücklich, Ant. Sid. 50 (IX, 151).
-
2 πολυκάμμορος
См. также в других словарях:
πολυκάμμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) πολύ δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάμμορος «κακόμοιρος»] … Dictionary of Greek
περικάμμορος — ὁ, ἡ, Μ πολύ δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάμμορος «αυτός που έχει κακή μοίρα»] … Dictionary of Greek