Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολυ-δερκής

См. также в других словарях:

  • πολυδερκής — ές, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά 2. αυτός που βλέπει πολλά 3. (κατ άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερκής (<… …   Dictionary of Greek

  • οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»