-
1 πολυδέγμων
A containing or receiving much, Lyc.700.II πολυδέγμων, ὁ, like πολυδέκτης, a name of Hades, h.Cer.17.31, prob. in Orph.H.18.11, cf. Fr. 49iv64, v69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδέγμων
См. также в других словарях:
πολυδέγμων — ον, Α 1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά 2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά 3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων προσωνυμία τού θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο… … Dictionary of Greek