Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυ-βόρος

См. также в других словарях:

  • κακοβόρος — κακοβόρος, ον (Α) (για την ίβιδα) αυτή που τρώει κακή τροφή, δηλ. φίδια και σκορπιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βορος (< βορά), πρβλ. πολυ βόρος, ωμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυβόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμου αρχ. αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Η λ., ως επιστημον.… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χρονοβόρος — α, ο, Ν αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο, αυτός για τον οποίο καταναλίσκεται πολύς χρόνος (α. «χρονοβόρα εργασία» β. «χρονοβόρο έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • καταθυμοβορώ — καταθυμοβορῶ, έω (Α) κατατρώω την καρδιά, προκαλώ πολύ μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμο βορῶ «κατατρώγω την καρδιά» (< θυμο βόρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»