-
1 πολυ-βλής
-
2 πολυβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβλής
-
3 πολυβλής
См. также в других словарях:
πολυβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χτυπήσει πολλούς («πολυβλῆτα οἷον πολλοὺς βεβληκότα», Απολλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλής (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βλής] … Dictionary of Greek