-
1 πολυ-βάδιστος
πολυ-βάδιστος, = πολύβατος, zw.
-
2 πολυβάδιστος
A = πολύβατος, Sch.Opp.H.3.502.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβάδιστος
См. также в других словарях:
πολυβάδιστος — ον, Α πολύβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυ βάδιστος] … Dictionary of Greek
ταχυβάδιστος — ον, Α αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυ βάδιστος] … Dictionary of Greek