-
1 πολυ-έλικτος
πολυ-έλικτος, vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.
-
2 πολυέλικτος
πολυ-έλικτος, vielfach gewunden, übh. mannigfach
См. также в других словарях:
πολυέλικτος — και επικ. τ. πουλυέλικτος, ον, ΜΑ (για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.) (| αρχ. αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον ἔντερον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑλικτός (<… … Dictionary of Greek
τριέλικτος — ον, Μ 1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές 2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.) β) «τριέλικτοι θώρακες» τα σανιδώματα τού πλοίου (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
τρισέλικτος — ον, Α βλ. τριέλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ έλικτος] … Dictionary of Greek