Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυ-έλαιος

См. также в других словарях:

  • πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

  • φιλέλαιος — ον, Α αυτός που αγαπά τις ελιές, που τού αρέσουν πολύ οι ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλι έλαιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»