-
1 πολυ-έλαιος
πολυ-έλαιος, viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.
-
2 πολυέλαιος
πολυ-έλαιος, ον,A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυέλαιος
-
3 πολυέλαιος
-
4 πολυελαιος
См. также в других словарях:
πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek
φιλέλαιος — ον, Α αυτός που αγαπά τις ελιές, που τού αρέσουν πολύ οι ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλι έλαιος] … Dictionary of Greek