-
1 πολυ-ΐψιος
πολυ-ΐψιος, s. πολυδίψιος.
-
2 πολυΐψιος
πολυ-ΐψιος, ον,A v. πολυδίψιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυΐψιος
См. также в других словарях:
πολυΐψιος — ον, Α πολύ κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ιψιος (πιθ. < θ. ιψ τού ἴψαο, ένσιγμου αορ. τού ἴπτομαι «πιέζω ισχυρά, ζημιώνω»)] … Dictionary of Greek