Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολυόρμητος

См. также в других словарях:

  • πολυόρμητος — very impetuous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυόρμητος — ον, Α πολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁρμητός (< ὁρμώ), πρβλ. αυθ όρμητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυορμήτου — πολυόρμητος very impetuous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυορμήτων — πολυόρμητος very impetuous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυόρμητε — πολυόρμητος very impetuous masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»