-
1 πολυόρμητος
-
2 πολυ-άϊξ
πολυ-άϊξ, ϊκος, wobei es viele heftige Bewegung u. Stöße giebt, mit vieler Bewegung u. Anstrengung verbunden; πόλεμος, Il. 1, 165 u. öfter, auch κάματος, 5, 811. Die Alten erkl. πολυόρμητος u. πολυκίνητος. Vgl. auch πολυάϊκος.
См. также в других словарях:
πολυόρμητος — very impetuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρμητος — ον, Α πολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁρμητός (< ὁρμώ), πρβλ. αυθ όρμητος] … Dictionary of Greek
πολυορμήτου — πολυόρμητος very impetuous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορμήτων — πολυόρμητος very impetuous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρμητε — πολυόρμητος very impetuous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)