-
1 πολυφθονερός
πολυ-φθονερός, όν,A very envious, as Epicurus called the Dialectic school of Megara, Fr. 237sq. (ap.D.L.10.8; Plu.2.1086e writes πολυφθόρος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφθονερός
-
2 πολυφθονερούς
πολυφθονερόςvery envious: masc /fem acc pl -
3 πολυφθόρος
πολυ-φθόρος, ον,A destroying many, fraught with death or ruin, ἁμέραι, ὄμβρος, Pi.N.8.31, I.5(4).49; of persons,π. ἐν δαΐ A.Th. 925
(lyr.).2 v. πολυφθονερός.II proparox. πολύφθορος, ον, [voice] Pass., utterly destroyed or ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S.Tr. 477, El.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφθόρος
См. также в других словарях:
πολυφθονερός — όν, Α (προσωνυμία που αποδιδόταν από τον Επίκουρο στους οπαδούς τής Διαλεκτικής Σχολής τών Μεγάρων) εξαιρετικά φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθονερός] … Dictionary of Greek
πολυφθονερούς — πολυφθονερός very envious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)