-
1 πολυτλήτω
-
2 πολυτλήτῳ
См. также в других словарях:
πολυτλήτῳ — πολύτλητος having borne much masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek