Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυτερπής

См. также в других словарях:

  • πολυτερπής — much delighting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτερπής — ές, Α 1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῑς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τερπής (< τέρπω)] …   Dictionary of Greek

  • πολυτερπέα — πολυτερπής much delighting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυτερπής much delighting masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτερπέας — πολυτερπής much delighting masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτερπέσιν — πολυτερπής much delighting masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»