-
1 πολυτεληιη
ἡ ион. = πολυτέλεια См. πολυτελεια -
2 πολυτελεια
ион. πολυτεληΐη ἥ1) большие расходы Her., Thuc.2) расточительность, тж. пышность, роскошь(ἐσθῆτος Xen.; τοῦ βίου и περὴ τοὺς βίους Polyb.)
1 πολυτεληιη
2 πολυτελεια
(ἐσθῆτος Xen.; τοῦ βίου и περὴ τοὺς βίους Polyb.)