-
1 πολυ-τελής
πολυ-τελής, ές, 1) viel aufwendend, kostbar, prächtig lebend, Pol. 8, 11, 7. – 2) was viel Aufwand erfordert, kostbar; Her. 4, 79; Thuc. 7, 27; πομπαὶ καὶ ϑυσίαι, Plat. Alc. II, 149 c; superl., Rep. VI, 507 c; Xen. u. Folgde; δύναμις, Pol. 2, 23, 1 u. sonst; auch adv., πολυτελῶς κατεσκεύασται τὰ βασίλεια, Pol. 10, 10, 9; πολυτελέστερον ζῆν, ib. 25, 5; πολυτελέστατα, Her. 2, 86.
См. также в других словарях:
πολυτελέστατα — πολυτελής very expensive adverbial superl πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστάτας — πολυτελεστάτᾱς , πολυτελής very expensive fem acc superl pl πολυτελεστάτᾱς , πολυτελής very expensive fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουκούλλειος — α, ο (Α λουκούλλειος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο νεοελλ. φρ. «λουκούλλειο γεύμα» πλουσιότατο, πλουσιοπάροχο γεύμα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λουκούλλεια αγώνες προς τιμήν τού Λουκούλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
τράπουλα — Η καταγωγή της τ. είναι αβέβαιη, γιατί οι παραδόσεις κατά τις οποίες τα τραπουλόχαρτα εφευρέθηκαν στην Ινδία ή στην Κίνα δεν στηρίζονται σε βέβαιες μαρτυρίες. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο πως η τ. δεν είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση. Λέγεται ότι στην… … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το … Dictionary of Greek
Θέμπου — (Cebu). Πόλη (718.821 κάτ. το 2002) των Φιλιππίνων και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.088 τ. χλμ., 3.356.137 κάτ.). Στις 16 Μαρτίου 1521 αποβιβάστηκε στην περιοχή ο Μαγγελάνος, ο οποίος μερικές μέρες αργότερα πέθανε πολεμώντας. Η πόλη… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek