-
1 πολυσωματος
21) состоящий из многих тел(τὸ δωδεκάεδρον Plut.)
2) досл. полнотелый, полный, перен. плотный, мощный(πῦρ Plut.)
-
2 πολυσώματος
πολυσώματοςwith many bodies: masc /fem nom sg -
3 πολυσώματος
πολυ-σώμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσώματος
-
4 πολυσώματος
-
5 πολυσωματώτερον
πολυσώματοςwith many bodies: masc acc comp sgπολυσώματοςwith many bodies: neut nom /voc /acc comp sgπολυσώματοςwith many bodies: adverbial -
6 πολυσωμάτους
πολυσώματοςwith many bodies: masc /fem acc pl -
7 πολυσωμάτων
πολυσώματοςwith many bodies: masc /fem /neut gen pl -
8 αδρομερης
2состоящий из густо расположенных частей, т.е. густой(τῶν ψηφίδων κονιορτός Diod.; ἁ. καὴ πολυσώματος Plut.)
-
9 πολυσωματωτέρω
-
10 πολυσωματωτέρῳ
-
11 πολυσωματωτέρωι
πολυσωματωτέρῳ, πολυσώματοςwith many bodies: masc /neut dat comp sg
См. также в других словарях:
πολυσώματος — with many bodies masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσώματος — ον, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, δυνατός, μυώδης («οἱ δ οὖν Αἰγύπτιοι μυθολογοῦσι κατὰ τὴν Ἴσιδος ἡλικίαν γεγονέναι τινὰς πολυσωμάτους», Διόδ.) 2. (για τη φωτιά) αυτός που απαρτίζεται από πολλά σωματίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
πολυσωματώτερον — πολυσώματος with many bodies masc acc comp sg πολυσώματος with many bodies neut nom/voc/acc comp sg πολυσώματος with many bodies adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσωματωτέρῳ — πολυσώματος with many bodies masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσωμάτους — πολυσώματος with many bodies masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσωμάτων — πολυσώματος with many bodies masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
πολυσωματωτέρωι — πολυσωματωτέρῳ , πολυσώματος with many bodies masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)