Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυσχιδῆ

  • 1 πολυσχιδή

    πολύσχιστος
    split into many parts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    πολύσχιστος
    split into many parts: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    πολύσχιστος
    split into many parts: masc /fem acc sg (attic epic doric)
    πολυσχιδής
    split into many parts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    πολυσχιδής
    split into many parts: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    πολυσχιδής
    split into many parts: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > πολυσχιδή

  • 2 πολυσχιδῆ

    πολύσχιστος
    split into many parts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    πολύσχιστος
    split into many parts: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    πολύσχιστος
    split into many parts: masc /fem acc sg (attic epic doric)
    πολυσχιδής
    split into many parts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    πολυσχιδής
    split into many parts: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    πολυσχιδής
    split into many parts: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > πολυσχιδῆ

  • 3 πολυσχιδης

        2
        1) расщепленный (на пальцы), пальчатый
        

    (χείρ, πούς Arst.)

        τὰ πολυσχιδῆ (sc. ζῷα) Arst.многопалые (не копытные) животные

        2) разветвленный, ветвящийся
        3) сильно разделившийся, расколотый
        

    (γνῶμαι Sext.)

    Древнегреческо-русский словарь > πολυσχιδης

См. также в других словарях:

  • πολυσχιδῆ — πολύσχιστος split into many parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολύσχιστος split into many parts masc/fem acc sg (attic epic doric) πολυσχιδής split into… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… …   Dictionary of Greek

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • πολύτεχνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος της Αηδόνας, η οποία καυχήθηκε ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένη από την Ήρα επειδή ζούσε αρμονικότερα με τον άντρα της από ό,τι η θεά με τον Δία. * * * η, ο/πολύτεχνος, ον, ΝΑ επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ρουτίδες — (rutaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των γερανιωδών. Οι ρ. είναι δέντρα, θάμνοι ή φυτά ποώδη, με φύλλα συνήθως απλά, πολυσχιδή ή σύνθετα, που φέρουν διαφανή στίγματα, χωρίς παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι γενικά ερμαφρόδιτα και ο… …   Dictionary of Greek

  • Δροσίνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1859 – Κηφισιά 1951). Ποιητής και λαογράφος. Η οικογένειά του καταγόταν από το Μεσολόγγι. Φοίτησε (1885) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια παρακολούθησε νεότερη φιλολογία στη Λειψία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Λήμνος — I Νησί (475,61 τ. χλμ., 18.104 κάτ.) του Βορείου Αιγαίου πελάγους. Μαζί με το νοτιότερο νησί Άγιος Ευστράτιος, αποτελούσε παλαιότερα επαρχία (521 τ. χλμ.) του νομού Λέσβου, στον οποίο υπάγεται διοικητικά και σήμερα. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»