Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυσχιδής

См. также в других словарях:

  • πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυσχιδής — πολύσχιστος split into many parts masc/fem nom sg πολυσχιδής split into many parts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδῆ — πολύσχιστος split into many parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολύσχιστος split into many parts masc/fem acc sg (attic epic doric) πολυσχιδής split into… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πολυσχιδεῖ — πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολύσχιστος split into many parts masc/fem/neut dat sg πολυσχιδής split into many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυσχιδής split into many parts… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδεῖς — πολύσχιστος split into many parts masc/fem acc pl πολύσχιστος split into many parts masc/fem nom/voc pl (attic epic) πολυσχιδής split into many parts masc/fem acc pl πολυσχιδής split into many parts masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδές — πολύσχιστος split into many parts masc/fem voc sg πολύσχιστος split into many parts neut nom/voc/acc sg πολυσχιδής split into many parts masc/fem voc sg πολυσχιδής split into many parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MAEANDER vulgo MADRE — MAEANDER, vulgo MADRE fil. Terrae et Oceani, pater Cyanes, quae Caunum et Biblida genuit, secundum Poetas. Fluvius ingens Asiae, in Phrygia magna, ex Aulocrene fonte oriens, obli queque adeo fluens, ut in se ipsum recurrere videatur, 600.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • δεκασχιδής — ές ο διαιρεμένος ή σχισμένος σε δέκα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής, πολυσχιδής)] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»