Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυσταγῶς

См. также в других словарях:

  • πολυσταγῶς — dropping fast indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσταγής — ές, Α αυτός που στάζει πολύ. επίρρ... πολυσταγῶς Α με πολλές σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σταγής (< στάζω*), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • πολυστακτί — Α επίρρ. με πολλές σταγόνες, πολυσταγῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + στακτός + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. οιμωκ τί)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»