-
1 πολυσταγώς
-
2 πολυσταγῶς
-
3 πολυσταγῶς
πολυ-στᾰγῶς, Adv.A dropping fast, Sch.A.R.3.805.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσταγῶς
-
4 πολυ-στεγής
πολυ-στεγής, ές, = Folgdm, Schol. Par. Ap. Rh. 3, 805, im adv. πολυστεγῶς, was Schaef. in πολυσταγῶς ändert.
-
5 πολυστακτί
πολυ-στακτί, Adv.A = πολυσταγῶς, Sch.S.OC 1646.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστακτί
См. также в других словарях:
πολυσταγῶς — dropping fast indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσταγής — ές, Α αυτός που στάζει πολύ. επίρρ... πολυσταγῶς Α με πολλές σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σταγής (< στάζω*), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek
πολυστακτί — Α επίρρ. με πολλές σταγόνες, πολυσταγῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + στακτός + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. οιμωκ τί)] … Dictionary of Greek