-
1 πολυσινης
См. также в других словарях:
πολυσινής — και επικ. τ. πουλυσινής, ές, Α πολύ βλαβερός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι σινής] … Dictionary of Greek
πολυσινοῦς — πολυσινής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυσινής — ές, Α (επικ. τ.) βλ. πολυσινής … Dictionary of Greek