Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυσινής

См. также в других словарях:

  • πολυσινής — και επικ. τ. πουλυσινής, ές, Α πολύ βλαβερός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι σινής] …   Dictionary of Greek

  • πολυσινοῦς — πολυσινής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυσινής — ές, Α (επικ. τ.) βλ. πολυσινής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»