Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολυπόϑητος

См. также в других словарях:

  • πολυπόθητος — much longed for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • πολυπόθητος — η, ο ο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυποθητότερον — πολυπόθητος much longed for adverbial comp πολυπόθητος much longed for masc acc comp sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόθητον — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποθήτου — πολυπόθητος much longed for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποθήτους — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόθητα — πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόθητε — πολυπόθητος much longed for masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπόθητοι — πολυπόθητος much longed for masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβοπόθητος — η, ο [ακριβοποθώ] πολυπόθητος, πολυαγαπημένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»