-
1 πολυπόθητος
πολυ-πόθητος, viel oder sehr gewünscht; τῆς δίψης οὐδὲν πολυποϑητότερον, begehrlicher -
2 πολυ-δίψιος
πολυ-δίψιος, viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; Ἄργος, Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = πολυπόϑητος, wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar πολυΐψιος, sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58.
-
3 πολυδίψιος
πολυ-δίψιος, viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; = πολυπόϑητος, wonach man durstet, sehr ersehnt; = πολυΐψιος, sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm
См. также в других словарях:
πολυπόθητος — much longed for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που … Dictionary of Greek
πολυπόθητος — η, ο ο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυποθητότερον — πολυπόθητος much longed for adverbial comp πολυπόθητος much longed for masc acc comp sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητον — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποθήτου — πολυπόθητος much longed for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποθήτους — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητα — πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητε — πολυπόθητος much longed for masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητοι — πολυπόθητος much longed for masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβοπόθητος — η, ο [ακριβοποθώ] πολυπόθητος, πολυαγαπημένος … Dictionary of Greek