-
1 πολυπάταγος
πολύπαταξfull of tumult: masc gen sg -
2 πολυπάταγος
-
3 πολύ-παταξ
πολύ-παταξ, αγος, viel geschlagen, gestampft (πατάσσω), nur πολυπάταγα ϑυμέλαν, Pratin. bei Ath. XIV, 617 c, wo viel getanzt wird, oder viel Beifall geklatscht wird. Da der nom. nicht vorkommt, nimmt es Buttm. für einen heteroklitischen accus. zu πολυπάταγος.
См. также в других словарях:
πολυπάταγος — ον, Α αυτός που προκαλεί πολύ πάταγο, μεγάλο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πάταγος] … Dictionary of Greek
πολυπάταγος — πολύπαταξ full of tumult masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)