Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυμηχανία

См. также в других словарях:

  • πολυμηχανία — πολυμηχανίᾱ , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc/acc dual πολυμηχανίᾱ , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχανίᾳ — πολυμηχανίαι , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc pl πολυμηχανίᾱͅ , πολυμηχανία resourcefulness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχανία — και πολυμηχανίη, ἡ, Α [πολυμήχανος] η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • πολυμηχανίας — πολυμηχανίᾱς , πολυμηχανία resourcefulness fem acc pl πολυμηχανίᾱς , πολυμηχανία resourcefulness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχανίαν — πολυμηχανίᾱν , πολυμηχανία resourcefulness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχανίην — πολυμηχανία resourcefulness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχανίῃσι — πολυμηχανία resourcefulness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»