Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυμάϑεια

См. также в других словарях:

  • πολυμαθείᾳ — πολυμαθείᾱͅ , πολυμάθεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμάθεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμάθεια — η / πολυμάθεια, ΝΜΑ, και πολυμαθία και ιων. τ. πολυμαθίη, Α [πολυμαθής] 1. η ιδιότητα τού πολυμαθούς, το να έχει μάθει κανείς και να γνωρίζει πολλά 2. ως κύριο όν. άλλη ονομασία τής μούσας Πολύμνιας …   Dictionary of Greek

  • πολυμάθεια — η η ιδιότητα αυτού που ξέρει πολλά, πολυγνωσία, σοφία: Είναι γνωστή η πολυμάθειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυμαθείας — πολυμαθείᾱς , πολυμάθεια fem acc pl πολυμαθείᾱς , πολυμάθεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμάθειαν — πολυμάθεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ευπαίδευτος — η, ο (Α εὐπαίδευτος, ον) μορφωμένος, πολυμαθής αρχ. 1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθεια («εὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.) 2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου. επίρρ... ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως) με ευπαίδευτο… …   Dictionary of Greek

  • ντοτρίνα — η (Μ ντοττρίνα) (διαλ.) 1. διδασκαλία 2. το περιεχόμενο τής διδασκαλίας, οι γνώσεις 3. μόρφωση, παιδεία, γράμματα 4. πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dottrina «διδασκαλία, πολυμάθεια, επιστήμη» < λατ. doctrina «διδασκαλία, παιδεία, επιστήμη»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»