-
1 πολυκελαδος
-
2 πολυκέλαδος
η, ο [ος, ον ]1) много поющий (о птицах); 2) перен. много болтающий, болтливый
См. также в других словарях:
πολυκέλαδος — much sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκέλαδος — η, ο / πολυκέλαδος, ον, ΝΑ αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριά νεοελλ. 1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ 2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κέλαδος (< κέλαδος, ὁ, «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλι… … Dictionary of Greek
κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… … Dictionary of Greek