Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυκοίλιος

См. также в других словарях:

  • πολυκοίλιος — ον, Α (για ζώο) αυτός που έχει πολλές κοιλιές, πολλά στομάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. μακρο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

  • πολυκοιλίοις — πολυκοίλιος with many stomachs masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοιλίων — πολυκοίλιος with many stomachs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοίλια — πολυκοίλιος with many stomachs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»