-
1 πολυκοιλιος
См. также в других словарях:
πολυκοίλιος — ον, Α (για ζώο) αυτός που έχει πολλές κοιλιές, πολλά στομάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. μακρο κοίλιος] … Dictionary of Greek
πολυκοιλίοις — πολυκοίλιος with many stomachs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκοιλίων — πολυκοίλιος with many stomachs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκοίλια — πολυκοίλιος with many stomachs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)