-
1 πολυκοινία
-
2 πολυκοινίᾳ
-
3 πολυκοινία
πολῠ-κοινία, ἡ,A sexual promiscuity, Heph.Astr. 1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκοινία
-
4 πολυκοινίας
πολυκοινίᾱς, πολυκοινίαsexual promiscuity: fem acc plπολυκοινίᾱς, πολυκοινίαsexual promiscuity: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πολυκοινίᾳ — πολυκοινίᾱͅ , πολυκοινία sexual promiscuity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκοινία — ἡ, Α [πολύκοινος] σεξουαλική σχέση με πολλούς συντρόφους, ακράτεια στις γενετήσιες σχέσεις … Dictionary of Greek
πολυκοινίας — πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem acc pl πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)