Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πολυκοινίᾳ

См. также в других словарях:

  • πολυκοινίᾳ — πολυκοινίᾱͅ , πολυκοινία sexual promiscuity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοινία — ἡ, Α [πολύκοινος] σεξουαλική σχέση με πολλούς συντρόφους, ακράτεια στις γενετήσιες σχέσεις …   Dictionary of Greek

  • πολυκοινίας — πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem acc pl πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»