-
1 πολυκαρπήσαι
-
2 πολυκαρπῆσαι
См. также в других словарях:
πολυκαρπῆσαι — πολυκαρπέω bear much fruit aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πολυκαρπήσαι
2 πολυκαρπῆσαι
πολυκαρπῆσαι — πολυκαρπέω bear much fruit aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)