-
1 πολυκανης
-
2 πολυκανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκανής
-
3 πολυκανής
πολυ-κανής, ές, viele od. viel tötend -
4 πολυκανείς
πολυκανήςmuch-slaughtering: masc /fem acc plπολυκανήςmuch-slaughtering: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 πολυκανεῖς
πολυκανήςmuch-slaughtering: masc /fem acc plπολυκανήςmuch-slaughtering: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
6 πολυ-καινής
πολυ-καινής, ές, f. L. statt πολυκανής.
См. также в других словарях:
πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… … Dictionary of Greek
πολυκανεῖς — πολυκανής much slaughtering masc/fem acc pl πολυκανής much slaughtering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)