Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυθόρυβος

См. также в других словарях:

  • πολυθόρυβος — η, ο, Ν 1. αυτός που προξενεί πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη μηχανή») 2. αυτός που έχει πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη συνοικία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θόρυβος (πρβλ. φιλο θόρυβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωάνν. Βαλέτα] …   Dictionary of Greek

  • πολυθόρυβος — η, ο αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, ο θορυβώδης, ο πολύβουος: Οι μεγάλες πόλεις είναι πολυθόρυβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλίδουπος — ἁλίδουπος, ον και ἁλίγδουπος (Α) 1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα 2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυσμάραγος — ον, Α (για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο σμάραγος] …   Dictionary of Greek

  • πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβουος — η, ο πολυθόρυβος, θορυβώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»