Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυετής

См. также в других словарях:

  • πολυετής — after many years masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… …   Dictionary of Greek

  • πολυετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ζει ή διαρκεί πολλά χρόνια: Πολυετή φυτά. – Πολυετής πόλεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυέτης — πολυετέω grant long life imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυετῆ — πολυετής after many years neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυετής after many years masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυετής after many years masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυετέστερον — πολυετής after many years adverbial comp πολυετής after many years masc acc comp sg πολυετής after many years neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυετεστέρων — πολυετής after many years fem gen comp pl πολυετής after many years masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυετές — πολυετής after many years masc/fem voc sg πολυετής after many years neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… …   Dictionary of Greek

  • κνιφοφία — Πολυετής ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι κ. η ουβαρίατρίτομα η ουβαρία. Η κ. έχει πολλά σπαθοειδή, παράρριζα φύλλα, που σχηματίζουν τούφα, από το κέντρο της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»