-
1 πολυγλώχῑν
πολυ-γλώχῑν, ὁ, ἡ, vielspitzig -
2 πολυ-τοιοῦτος
πολυ-τοιοῦτος, ein solches, gewisses vielmals od. vielfach seiend, wie πολυγλώχιν ein πολυτοιοῠτον von γλωχίς ist, weil es γλωχίς dem Sinne nach vielmals enthält, Eust. 67, 13.
См. также в других словарях:
πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] … Dictionary of Greek