Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυβαφής

См. также в других словарях:

  • πολυβαφής — ές, Α (για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό («φίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλι βαφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυβαφῆ — πολυβαφής much dipped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυβαφής much dipped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυβαφής much dipped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»