-
1 πολυαστράγαλος
-
2 ἀστραγαλωτός
ἀστραγαλωτός, von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσϑαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).
См. также в других словарях:
πολυαστράγαλος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους 2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι αστράγαλος)] … Dictionary of Greek
πολυαστράγαλον — πολυαστράγαλος strung with many knucklebones masc/fem acc sg πολυαστράγαλος strung with many knucklebones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)