Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολυανθρωπίᾳ

См. также в других словарях:

  • πολυανθρωπία — πολυανθρωπίᾱ , πολυανθρωπία large population fem nom/voc/acc dual πολυανθρωπίᾱ , πολυανθρωπία large population fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωπίᾳ — πολυανθρωπίαι , πολυανθρωπία large population fem nom/voc pl πολυανθρωπίᾱͅ , πολυανθρωπία large population fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωπία — η, ΝΑ [πολυάνθρωπος] η ύπαρξη μεγάλου πλήθους ανθρώπων, πολυκοσμία …   Dictionary of Greek

  • πολυανθρωπία — η το μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ο πολύς πληθυσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυανθρωπίας — πολυανθρωπίᾱς , πολυανθρωπία large population fem acc pl πολυανθρωπίᾱς , πολυανθρωπία large population fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωπίαι — πολυανθρωπία large population fem nom/voc pl πολυανθρωπίᾱͅ , πολυανθρωπία large population fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωπίαν — πολυανθρωπίᾱν , πολυανθρωπία large population fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SARDINIA — insul. et regnum in mari Ligustico, a variis habitata populis, tandem a Poenis occupata est, quibus tamen illam Romani eripuerunt. A Saracenis postmodum capta, inde a Pipino eiectis, A. C. 809. diu Pisanis et Genuensibus contentionis argumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολυανδρία — η, ΝΑ πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.) νεοελλ. 1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες 2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους 3. βοτ. η ύπαρξη πολλών… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՄԱՐԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 411 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c գ. πολυανθρωπησία hominum multiplicatio, propagatio Բազմաւորութիւն մարդկան. որպէս բազմանալն եւ աճումն սերնդեամբ. *Առաջինքն ʼի դիցն՝ սկիզբն աշխարհի եւ բազմամարդութեան. Խոր. ՟Ա. 8: *Առ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»