-
1 πολυ-πείρατα
πολυ-πείρατα δῶρα, alte v. l. Man. 1, 67, wo jetzt πολυήρατα gelesen wird.
См. также в других словарях:
πολυήρατα — πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πολυ-πείρατα
πολυ-πείρατα δῶρα, alte v. l. Man. 1, 67, wo jetzt πολυήρατα gelesen wird.
πολυήρατα — πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)