-
1 πολυάχητος
πολυά̱χητος, πολυήχητοςloud-sounding: masc /fem nom sg (doric) -
2 πολυάχητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάχητος
-
3 πολυβόητος
πολῠ-βόητος, ον,A much-talked-of, gloss on παλαίφατος, Sch.A.Supp. 532; much-sounding, gloss on πολυάχητος, Sch. E.Alc. 918.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβόητος
См. также в других словарях:
πολυάχητος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολυήχητος … Dictionary of Greek
πολυάχητος — πολυά̱χητος , πολυήχητος loud sounding masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] … Dictionary of Greek