-
1 πολυαρατος
-
2 Πολυάρατος
Πολυάρατοςmuch-wished-for: masc nom sg -
3 πολυάρατος
πολυάρᾱτοςmuch-wished-for: masc /fem nom sgπολυά̱ρατος, πολυάρατοςmuch-wished-for: masc /fem nom sg -
4 πολυάρατος
A much-wished-for, much-desired,ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280
, cf. 19.404, h.Cer. 220: in [dialect] Att. Prose,τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht. 165e
.II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάρατος
-
5 Πολυαράτου
Πολυάρατοςmuch-wished-for: masc gen sg -
6 Πολυαράτους
Πολυάρατοςmuch-wished-for: masc acc pl -
7 Πολυάρατον
Πολυάρατοςmuch-wished-for: masc acc sg -
8 πολυαρητος
-
9 πολυάρατον
πολυάρᾱτοςmuch-wished-for: masc /fem acc sgπολυάρᾱτοςmuch-wished-for: neut nom /voc /acc sgπολυά̱ρατον, πολυάρατοςmuch-wished-for: masc /fem acc sgπολυά̱ρατον, πολυάρατοςmuch-wished-for: neut nom /voc /acc sg -
10 πολυ-άρητος
πολυ-άρητος, viel gewünscht, sehr erwünscht, Od. 6, 280. 19, 404 h. Cer. 220. Vgl. πολυάρατος.
-
11 πολυαράτου
πολυάρᾱτοςmuch-wished-for: masc /fem /neut gen sgπολυᾱράτου, πολυάρατοςmuch-wished-for: masc /fem /neut gen sg -
12 πολυαράτους
πολυάρᾱτοςmuch-wished-for: masc /fem acc plπολυᾱράτους, πολυάρατοςmuch-wished-for: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
Πολυάρατος — much wished for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάρατος — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem nom sg πολυά̱ρατος , πολυάρατος much wished for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάρατος — επικ. τ. πολυάρητος, ον, Α 1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ αὐτοῡ», Πλάτ.) 2. ο πολύ καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ άρατος)] … Dictionary of Greek
Πολυαράτου — Πολυάρατος much wished for masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυαράτους — Πολυάρατος much wished for masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυάρατον — Πολυάρατος much wished for masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάρατον — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem acc sg πολυάρᾱτος much wished for neut nom/voc/acc sg πολυά̱ρατον , πολυάρατος much wished for masc/fem acc sg πολυά̱ρατον , πολυάρατος much wished for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυάρητος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. πολυάρατος … Dictionary of Greek
πολυαράτου — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem/neut gen sg πολυᾱράτου , πολυάρατος much wished for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαράτους — πολυάρᾱτος much wished for masc/fem acc pl πολυᾱράτους , πολυάρατος much wished for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)