-
1 πολλοστημοριον
-
2 πολλοστημόριον
πολλοστημόριοςa number of times smaller: masc /fem acc sgπολλοστημόριοςa number of times smaller: neut nom /voc /acc sg -
3 πολλοστη-μόριος
πολλοστη-μόριος, aus einem von vielen Theilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Theil, Arist. top. 2, 8; Plut. adv. Stoic. 14; τῆς τοῠ Ξέρξου δυνάμεως, Them. 16. Bei Thuc. 6, 86 ist πολλοστὸν μόριον richtige Lesart.
-
4 πολλαπλασιος
ион. πολλαπλήσιος 3многократный, во много или несколько раз большийπολλαπλήσια ἀντιδώσειν Her. — вернуть сторицей;
πολλαπλάσιον πρὸς πολλοστημόριον Arst. — отношение того, что в несколько раз больше, к тому, что в несколько раз меньше (т.е. произведения к своему сомножителю);ὄντες πολλαπλάσιοι τῶν ἐναντίων Thuc. — (численно) в несколько раз превосходящие противников;ἐν τῇ πολλαπλασίᾳ ἀναλογίᾳ Arst. — в многократном отношении, т.е. в геометрической прогрессии -
5 πολλαπλάσιος
πολλαπλᾰσι-ος, α, ον (ος, ον Alcid.Soph.28), [dialect] Ion. [suff] πολλαπλᾰσι-πλήσιος, η, ον, ([etym.] πολύς)A many (or a number of) times as many or as large, Hdt.3.135, 8.140.α'; π. πρὸς πολλοστημόριον Arist.Metaph. 1020b27
; π. ἤπερ.., ἢ.., many times as many as.., many times more or larger than.., Hdt.4.50, al., Pl.R. 530c: c. gen., Hdt.7.48, Antipho 3.2.10, Th. 4.94, etc.; π. τινὸς τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ the same multiple of.., Archim. Spir.19Cor.; also π. τινὸς κατὰ τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς ib.Praef. Adv.- ίως Hp.Acut.62
, Epicur.Nat. 111 G., Archim.Aren.1.2, D.C.44.39, etc.;π. ταχύ Anaxag.9
: neut. pl. as Adv., X.Cyr.1.5.9.II π. ἀναλογία, prob. geometrical progression, Arist.APo. 78a1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλάσιος
-
6 πολλοστημόριος
πολλοστη-μόριος, aus einem von vielen Teilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Teil
См. также в других словарях:
πολλοστημόριον — πολλοστημόριος a number of times smaller masc/fem acc sg πολλοστημόριος a number of times smaller neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστημόριος — ο / πολλοστημόριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν) το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῡτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», Λουκιαν.) αρχ. ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῡ πρότερον»,… … Dictionary of Greek