-
1 перемножать
πολλαπλασιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемножать
-
2 помножить
πολλαπλασιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помножить
-
3 приумножать
πολλαπλασιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приумножать
-
4 multiply
πολλαπλασιάζω -
5 размножать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размножать
-
6 умножить
умножить 1) (увеличить) πληθαίνω 2) мат. πολλαπλασιάζω* * *1) ( увеличить) πληθαίνω2) мат. πολλαπλασιάζω -
7 приумножать
приумножатьнесов, приумножить сов πολλαπλασιάζω, αὐγατίζω, πληθύνω (μετ.):\приумножать доходы πολλαπλασιάζω τά ἐσοδα. -
8 размножать
размножатьнесов1. πολλαπλασιάζω, πληθύνω·2. (расплодить) πολλαπλασιάζω, ἀναπαράγω. -
9 умножать
умнож||атьнесов1. (увеличивать) αὐξάνω (μβτ.), πληθαίνω (μετ.), πληθύνω, μεγαλώνω (μετ.)·2. мат πολλαπλασιάζω:\умножать десять на пять πολλαπλασιάζω δέκα ἐπί πέντε. -
10 multiply
1) (to add a number to itself a given number of times and find the total: 4 + 4 + 4 or 4 multiplied by 3 or 4 × 3 = 12.) πολλαπλασιάζω2) (to (cause to) increase in number, especially by breeding: Rabbits multiply very rapidly.) πολλαπλασιάζω,πολλαπλασιάζομαι• -
11 размножить
-жу, -жишь ρ.σ.μ.1. πολλαπλασιάζω, πληθαίνω, αυξαίνω•размножить рукопись в ста экземпляров βγάζω εκατό αντίγραφα του χειρόγραφου.
2. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω.πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι, πληθαίνω. || αναπαραγομαι. -
12 множить
1. мат. πολλαπλασιάζω 2. (увеличивать) αυξάνω, πληθαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > множить
-
13 мультиплицировать
(повышать скорость через передачу) πολλαπλασιάζω μέσω του οδοντωτούαυξάνω ταχύτητα μέσω οδοντωτούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мультиплицировать
-
14 умножать
1. (увеличивать в числе) αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω 2. мат. πολλαπλασιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умножать
-
15 множить
множитьнесов1. мат πολλαπλασιάζω·2. (увеличивать) αὐξάνω, πληθύνω. -
16 перемножать
перемножатьнесов, перемножить сов πολλαπλασιάζω. -
17 помножать
помножатьнесов, помножить сов πολλαπλασιάζω. -
18 расплодить
расплодитьсов прям., перен πολλαπλασιάζω, πληθύνω. -
19 множить
[μνόζυτ'] ρ. πολλαπλασιάζω -
20 приумножать
[πριουμναζάτ"] ρ. πολλαπλασιάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολλαπλασιάζω — multiply pres subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασιάζω, πολλαπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα: Μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την περιουσία του. 2. εντείνω, αυξαίνω: Πολλαπλασιάζω τις ενέργειές μου. 3. (μαθημ.), κάνω την πράξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολλαπλασιάζω — ΝΜΑ [πολλαπλάσιος] 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.) 3. μτφ. πληθύνω (α.… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιάζῃ — πολλαπλασιάζω multiply pres subj mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσουσιν — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 3rd pl (epic) πολλαπλασιάζω multiply fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσω — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολλαπλασιασμένον — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολλαπλασιασμένων — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιαζομένων — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιαζόμενον — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)