-
1 πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζωmultiply: pres subj act 1st sgπολλαπλασιάζωmultiply: pres ind act 1st sg -
2 πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω, vervielfältigen; Pol. 30, 4, 13; Plut. Lys. 5; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασϑεῖσα, multiplicirt, Symp. 9, 3, 2, öfter.
-
3 πολλαπλασιαζω
1) умножатьπολλαπλασιασθεὴς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. — умноженный на число частей;
ἥ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. — шесть помноженное на четыре2) увеличивать, расширять Polyb., Diod. -
4 πολλαπλασιάζω
-
5 πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω (πολύ, πλάσσω; Aristot., Ph. 237b, 33; Polyb. 30, 4, 13; Diod S 1, 1, et al.) multiply, increase π. τὴν ἐργασίαν increase the proceeds (= make much profit on an investment) GHb 297, 21.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πολλαπλασιάζω
-
6 πολλαπλασιάζω
μετ.1) множить, увеличивать (богатство и т. п.); 2) перен. множить, усиливать (старания); 3) мат. умножать, множить;πολλαπλασιάζω δέκα επί πέντε — умножать десять на пять
-
7 πολλαπλασιάζω
[поллапласиазо] ρ умножать, увеличивать, размножать. -
8 πολλαπλασιάζω
A multiply,ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους Euc.7.30
, cf. Archim.Aren.3.6;ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν Euc.7.16
; alsoἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. Papp.22.4
, Hero Metr.2 Praef.; τι ἐπί τι ib.1.5, 2.3: generally, Porph.Gaur.7.2:—[voice] Pass., Archim. Sph.Cyl.1.2, etc.: c. dat., to be multiplied by.., Arist.Ph. 237b33, Archim.Aren.3.7;ἐπί τι Euc.9.36
;κατά τι Papp.100.20
.II metaph., multiply, increase, εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν, Plb.30.4.13, D.S. 1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλασιάζω
-
9 πολλαπλασιάζω
(bir sayıyla) çarpmak, çoğaltmak artırmak -
10 πολλαπλασιάζω
multiplyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολλαπλασιάζω
-
11 πολλαπλασιάσουσιν
πολλαπλασιάζωmultiply: aor subj act 3rd pl (epic)πολλαπλασιάζωmultiply: fut part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)πολλαπλασιάζωmultiply: fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
12 πολλαπλασιάσω
πολλαπλασιάζωmultiply: aor subj act 1st sgπολλαπλασιάζωmultiply: fut ind act 1st sgπολλαπλασιάζωmultiply: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
13 πεπολλαπλασιασμένον
πολλαπλασιάζωmultiply: perf part mp masc acc sgπολλαπλασιάζωmultiply: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
14 πεπολλαπλασιασμένων
πολλαπλασιάζωmultiply: perf part mp fem gen plπολλαπλασιάζωmultiply: perf part mp masc /neut gen pl -
15 πολλαπλασιαζομένων
πολλαπλασιάζωmultiply: pres part mp fem gen plπολλαπλασιάζωmultiply: pres part mp masc /neut gen pl -
16 πολλαπλασιαζόμενον
πολλαπλασιάζωmultiply: pres part mp masc acc sgπολλαπλασιάζωmultiply: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
17 πολλαπλασιαζόντων
πολλαπλασιάζωmultiply: pres part act masc /neut gen plπολλαπλασιάζωmultiply: pres imperat act 3rd pl -
18 πολλαπλασιαξάντων
πολλαπλασιάζωmultiply: aor part act masc /neut gen plπολλαπλασιάζωmultiply: aor imperat act 3rd pl -
19 πολλαπλασιασάντων
πολλαπλασιάζωmultiply: aor part act masc /neut gen plπολλαπλασιάζωmultiply: aor imperat act 3rd pl -
20 πολλαπλασιασθέντα
πολλαπλασιάζωmultiply: aor part pass neut nom /voc /acc plπολλαπλασιάζωmultiply: aor part pass masc acc sg
См. также в других словарях:
πολλαπλασιάζω — multiply pres subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασιάζω, πολλαπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα: Μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την περιουσία του. 2. εντείνω, αυξαίνω: Πολλαπλασιάζω τις ενέργειές μου. 3. (μαθημ.), κάνω την πράξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολλαπλασιάζω — ΝΜΑ [πολλαπλάσιος] 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.) 3. μτφ. πληθύνω (α.… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιάζῃ — πολλαπλασιάζω multiply pres subj mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσουσιν — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 3rd pl (epic) πολλαπλασιάζω multiply fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσω — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολλαπλασιασμένον — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολλαπλασιασμένων — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιαζομένων — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιαζόμενον — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)