-
1 πολλαπλησιος
-
2 πολλαπλήσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλήσιος
-
3 πολλαπλησίας
πολλαπλησίᾱς, πολλαπλάσιοςmany: fem acc pl (ionic)πολλαπλησίᾱς, πολλαπλάσιοςmany: fem gen sg (attic doric ionic aeolic)πολλαπλησίᾱς, πολλαπλήσιοςfem acc plπολλαπλησίᾱς, πολλαπλήσιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
4 πολλαπλήσιον
πολλαπλάσιοςmany: masc acc sg (ionic)πολλαπλάσιοςmany: neut nom /voc /acc sg (ionic)πολλαπλήσιοςmasc acc sgπολλαπλήσιοςneut nom /voc /acc sg -
5 πολλα-πλάσιος
πολλα-πλάσιος, ion. πολλαπλήσιος, auch 2 Endgn, vielfältig, vielmal mehr oder größer; theils absol., Her. 3, 135 u. A., theils mit ἤ, ἤπερ, πολλαπλάσιον τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προςτάττεις, Plat. Rep. VII, 530 c, vgl. 534 a, Xen. Cyr. 8, 2, 18 u. A., theils c. gen. wie ein compar. vrbdn, Her. 7, 48 Thuc. 4, 94; τοῠ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Plat. Rep. VIII, 555 e; Xen. Cyr. 5, 2, 30 u. öfter; εἰς πολλαπλασίας τούτου συμφορὰς ἥκω, Antiph. 3 β 10; Pol. 1, 33, 10 u. Folgde.
-
6 πολληπλήσιος
πολληπλήσιος, f. L. für πολλαπλήσιος, von Lob. Phryn. 663 vertheidigt.
-
7 πολλαπλασιος
ион. πολλαπλήσιος 3многократный, во много или несколько раз большийπολλαπλήσια ἀντιδώσειν Her. — вернуть сторицей;
πολλαπλάσιον πρὸς πολλοστημόριον Arst. — отношение того, что в несколько раз больше, к тому, что в несколько раз меньше (т.е. произведения к своему сомножителю);ὄντες πολλαπλάσιοι τῶν ἐναντίων Thuc. — (численно) в несколько раз превосходящие противников;ἐν τῇ πολλαπλασίᾳ ἀναλογίᾳ Arst. — в многократном отношении, т.е. в геометрической прогрессии -
8 πολλαπλησίη
πολλαπλάσιοςmany: fem nom /voc sg (epic ionic)πολλαπλήσιοςfem nom /voc sg (epic ionic) -
9 πολλαπλησίης
πολλαπλάσιοςmany: fem gen sg (epic ionic)πολλαπλήσιοςfem gen sg (epic ionic) -
10 πολλαπλήσια
πολλαπλάσιοςmany: neut nom /voc /acc pl (ionic)πολλαπλήσιοςneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
πολλαπλήσιος — ίη, ον, Α ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος … Dictionary of Greek
πολλαπλησίας — πολλαπλησίᾱς , πολλαπλάσιος many fem acc pl (ionic) πολλαπλησίᾱς , πολλαπλάσιος many fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πολλαπλησίᾱς , πολλαπλήσιος fem acc pl πολλαπλησίᾱς , πολλαπλήσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλήσιον — πολλαπλάσιος many masc acc sg (ionic) πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc sg (ionic) πολλαπλήσιος masc acc sg πολλαπλήσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό … Dictionary of Greek
πολλαπλησίη — πολλαπλάσιος many fem nom/voc sg (epic ionic) πολλαπλήσιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλησίης — πολλαπλάσιος many fem gen sg (epic ionic) πολλαπλήσιος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλήσια — πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc pl (ionic) πολλαπλήσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)