Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολλαπλήσιος

См. также в других словарях:

  • πολλαπλήσιος — ίη, ον, Α ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλησίας — πολλαπλησίᾱς , πολλαπλάσιος many fem acc pl (ionic) πολλαπλησίᾱς , πολλαπλάσιος many fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πολλαπλησίᾱς , πολλαπλήσιος fem acc pl πολλαπλησίᾱς , πολλαπλήσιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλήσιον — πολλαπλάσιος many masc acc sg (ionic) πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc sg (ionic) πολλαπλήσιος masc acc sg πολλαπλήσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλησίη — πολλαπλάσιος many fem nom/voc sg (epic ionic) πολλαπλήσιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλησίης — πολλαπλάσιος many fem gen sg (epic ionic) πολλαπλήσιος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλήσια — πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc pl (ionic) πολλαπλήσιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»