-
1 πολι-ορκητικός
πολι-ορκητικός, ή, όν, zur Städtebelägerung gehörig; ὄργανα, Ath. VI, 273 e; ἐπίνοιαι καὶ βίαι, Pol. 1, 58, 4; τὰ πολιορκητικά, Lehrbuch der Belagerungskunst, Sp. – Adv., Poll. 1, 122.
-
2 πολιορκητικός
πολι-ορκητικός, ή, όν, zur Städtebelagerung gehörig; τὰ πολιορκητικά, Lehrbuch der Belagerungskunst -
3 πολιορκητικος